- Δελφοί
- Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο οικισμό Καστρί.
Κοντά στον οικισμό Δ., στους νότιους πρόποδες του Παρνασσού (υψόμ. 570 μ.), βρίσκεται και η ομώνυμη αρχαία πόλη της Φωκίδας. Ανακαλύφθηκε από ανασκαφές Γάλλων αρχαιολόγων το 1892, οπότε ο οικισμός Καστρί που ήταν χτισμένος εκεί μεταφέρθηκε και μετονομάστηκε σε Δ. Οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν στην περιοχή έφεραν στο φως το ιερό του Πυθίου Απόλλωνα.
Οι αρχαίοι Δ. ήταν έδρα της Πυλαίας-Δελφικής Αμφικτιονίας. Η αμφιθεατρική θέση των Δ., 500 μ. πάνω από την κοιλάδα του ποταμού Πλείστου και κάτω από τους κάθετους βράχους των Φαιδριάδων, ύψους 200-300 μ., είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Στο ψηλότερο, δυτικό τμήμα της αρχαίας πόλης, βρισκόταν το ιερό, το οποίο διαχωριζόταν με λίθινο περίβολο. Οι Δ. ήταν απρόσβατοι από τα Δ, λόγω των απόκρημνων βράχων επάνω στους οποίους ήταν χτισμένο το τείχος της πόλης. Πέρα από αυτό, στη θέση του σημερινού οικισμού, βρισκόταν το αρχαίο νεκροταφείο.
Η περιοχή του Πλείστου είχε κατοικηθεί από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., ενώ, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, στη θέση των Δ. υπήρξε ζωή περίπου από το 1400 π.Χ. Η ιστορία των Δ. συμβαδίζει με την ιστορία του ιερού του Απόλλωνα και του μαντείου του, αλλά για πρακτικούς λόγους κρίνεται σκόπιμο να εκτεθεί χωριστά η ιστορία της πόλης, η ιστορία του μαντείου και η τοπογραφία του ιερού.
Ιστορία. Κυρίαρχη πόλη στην περιοχή ήταν αρχικά η φωκική Κρίσσα και το επίνειο της Κίρρα (σημερινή Ιτέα), που χρησίμευε για την αποβίβαση των επισκεπτών του ιερού. Το 600 π.Χ., ωστόσο, το ιερατείο των Δ. κατόρθωσε να πάρει με το μέρος του τη βοήθεια πολλών ελληνικών πόλεων (κυρίως της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών), οι οποίες κήρυξαν ιερό πόλεμο κατά της Κρίσσας (Α’ ιερός πόλεμος). Ύστερα από 10 χρόνια οι Αμφικτίονες κέρδισαν τον πόλεμο, κατέστρεψαν ολοσχερώς την Κρίσσα και αφιέρωσαν την περιοχή της στον θεό. Από τότε μεταφέρθηκε ουσιαστικά η έδρα της Αμφικτιονίας στους Δ. και ξεκίνησε η πολιτική ιστορία της πόλης. Την ίδια περίοδο (582 π.Χ.) άρχισε και η διεξαγωγή των Πυθίων, αγώνων που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια στους Δ. Το 548 ο ναός του Απόλλωνα κάηκε. Σύντομα άρχισαν οι εργασίες για την ανέγερση νέου ναού, με τη συνδρομή όχι μόνο ελληνικών πόλεων, αλλά και ξένων βασιλιάδων (ο Άμασις της Αιγύπτου, για παράδειγμα, προσέφερε 1.000 τάλαντα). Κατά τους Μηδικούς πολέμους, οι Δ. εμήδισαν, αλλά σύντομα, μετά τη νίκη των Ελλήνων, η στάση τους αυτή παραβλέφθηκε. Το 448 ο Περικλής παραχώρησε το ιερό στους Φωκαείς· τον επόμενο χρόνο οι Δ. απέκτησαν και πάλι την αυτονομία τους (Β’ ιερός πόλεμος). Το 357 ξέσπασε ο Γ’ ιερός πόλεμος κατά των Φωκαέων, που διήρκεσε δέκα χρόνια. Ο στρατηγός των Φωκαέων Φιλόμηλος λεηλάτησε τους θησαυρούς του ιερού και ανέγειρε ένα φρούριο στους Δ. Τελικά οι Φωκαείς ηττήθηκαν από τον Φίλιππο της Μακεδονίας, ο οποίος πήρε τη θέση τους στην Αμφικτιονία. Το 339-38 ξέσπασε ο Δ’ ιερός πόλεμος που έδωσε αφορμή στον Φίλιππο να εισβάλει στη νότια Ελλάδα (Χαιρώνεια). Την κυρίαρχη θέση των Μακεδόνων στους Δ. κατέλαβαν στη συνέχεια οι Αιτωλοί, οι οποίοι απέκρουσαν με τη βοήθεια του θεού, όπως αναφέρεται, τη φοβερή επιδρομή των Γαλατών το 279. Σε μνήμη αυτής της νίκης καθιερώθηκε η γιορτή των Σωτηρίων. Το 191 οι Ρωμαίοι εκδίωξαν τους Αιτωλούς και από τότε έγιναν κυρίαρχοι του ιερού και της πόλης. Το 86 π.Χ. το ιερό λεηλατήθηκε από τον Σύλλα. Πολλοί ήταν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που θέλησαν να επαναφέρουν τη λατρεία του, ενώ άλλοι, όπως ο Νέρων, αφαίρεσαν πολυάριθμα αγάλματα και άλλα αντικείμενα. Οι τελευταίοι ρωμαϊκοί ανδριάντες στους Δ. ήταν του Κωνσταντίνου και των γιων του. Το τέλος της λειτουργίας του ιερού οριστικοποιήθηκε με το διάταγμα του Θεοδοσίου Α’ (392 μ.Χ.), το οποίο απαγόρευε την αρχαία θρησκεία και λατρεία. Ωστόσο, η πόλη των Δ. μνημονεύεται έως και τον 6o αι. μ.Χ., ενώ στο ιερό και στην περιοχή διασώθηκαν και ορισμένα χριστιανικά λείψανα (βασιλική, ψηφιδωτά).
Μαντείο. Οι απαρχές της δελφικής λατρείας τοποθετούνται χρονικά στους μυκηναϊκούς χρόνους. Για την πρώιμη αυτή περίοδο μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Φαίνεται πως η πρώτη θεότητα που λατρεύτηκε (πιθανόν στο τέμενος της Προναίας Αθηνάς που εντοπίστηκε αργότερα) ήταν η Γη και πως η επωνυμία της πρωτομάντις αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη μιας πρώτης μορφής δελφικού χρησμού, που δινόταν από την ιέρεια της Γης (γι’ αυτό και αργότερα έχουμε γυναίκα και όχι άνδρα μάντη). Ο μύθος αναφέρει ότι τη Γη διαδέχτηκε η κόρη της Θέμις, ενώ ο Απόλλων ήταν ο τρίτος στη σειρά θεός που λατρεύτηκε. Η λατρεία του Απόλλωνα επικράτησε έπειτα από σύγκρουση με την παλαιά λατρεία, όπως μαρτυρεί ο μύθος για τον φόνο του φύλακα του ιερού της Γης, του οφιόμορφου Πύθωνα (αρχικά ο μύθος έκανε λόγο για θηλυκό φίδι). Ακριβή στοιχεία για τον χρόνο καθιέρωσης της απολλώνιας λατρείας στους Δ. δεν υπάρχουν· γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι το ιερό των Δ. αναφέρεται ήδη στον Όμηρο και στον ομηρικό Ύμνο στον Απόλλωνα· η αναφορά φανερώνει πως το ιερό ήταν ονομαστό και το θεωρούσαν παλαιό ήδη από τότε. Στην Οδύσσεια γίνεται λόγος για προφητεία του θεού, αλλά η Πυθία μνημονεύεται –αν και όχι ονομαστικά– από τον Θέογνη (6ος αι. π.Χ.). Το όνομα Πυθία συναντάται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο (5ος αι. π.Χ.). Η μυθολογική παράδοση αναφέρει πως αρχικά η Πυθία ήταν μία νέα παρθένα. Πάντως, όσον αφορά τις εποχές για τις οποίες διαθέτουμε αρκετά στοιχεία, η Πυθία ήταν γυναίκα άνω των 50 ετών, άψογος, που εγκατέλειψε τον σύζυγό της –αν είχε– αφοσιώθηκε στον θεό και κατοικούσε σε ιδιαίτερη κατοικία μέσα στο ιερό. Είναι αξιοσημείωτο πως η Πυθία δεν προερχόταν από ευγενή οικογένεια, ούτε έλαβε ιδιαίτερη αγωγή ή εκπαίδευση, αλλά πιθανώς να ήταν μία απλή χωρική. Δεν γνωρίζουμε με ποια κριτήρια γινόταν η επιλογή, αλλά δεν αποκλείεται να γινόταν μεταξύ των γυναικών που εκτελούσαν ορισμένα λατρευτικά καθήκοντα στον ναό. Είναι γνωστό πως την ημέρα της χρησμοδοσίας υπήρχαν τρεις Πυθίες: δύο που χρησμοδοτούσαν και μία τρίτη εφεδρική. Οι χρησμοί της Πυθίας ήταν προϊόν έμπνευσης και δίνονταν στο όνομα του Απόλλωνα, του οποίου αποτελούσε φερέφωνο. Αρχικά οι χρησμοί δίνονταν μία φορά τον χρόνο, αργότερα όμως μία φορά τον μήνα, εκτός από τους 3 μήνες του χειμώνα, γιατί τότε ο θεός εγκατέλειπε το ιερό του. Τα ξημερώματα της ορισμένης ημέρας για χρησμοδοσία, η Πυθία πλενόταν στην Κασταλία κρήνη και θυμιατιζόταν στην ιερή εστία με καπνό από φύλλα δάφνης και σπόρους κριθαριού. Ο ιερέας προσέφερε στον θεό το σφάγιο (κατσίκι)· αν ο θεός συναινούσε (κάνοντας το ζώο να τρέμει), γινόταν η θυσία. Η Πυθία εισερχόταν στο άδυτο του ναού, μασούσε φύλλα δάφνης, έπινε ιερό νερό και τέλος καθόταν στον τρίποδα του θεού. Στο μεταξύ ανάλογες ετοιμασίες έκανε και το ιερατείο, ο προφήτης (αρχιερέας) και οι όσιοι. Όσοι περίμεναν για να πάρουν χρησμό καθαίρονταν και αυτοί, τελούσαν θυσία, κατέβαλαν ένα ορισμένο ποσό και, τηρώντας ορισμένη σειρά, έθεταν τα ερωτήματά τους στον προφήτη. Προηγούνταν στη σειρά όσες πόλεις ή άτομα είχαν το προνόμιο της προμαντείας. Ο προφήτης διαβίβαζε τα ερωτήματα στην Πυθία και ο ίδιος ερμήνευε τις ασυνάρτητες κραυγές της και έδινε την έμμετρη απόκριση του θεού στον πιστό. Το Μαντείο των Δ. διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία των ελληνικών πόλεων, κυρίως στην περίοδο του αποικισμού, καθώς προτού ξεκινήσουν οι άποικοι για τη νέα τους πατρίδα, ζητούσαν πάντα τη συμβουλή του θεού. Αλλά και στους πολέμους και για τα καθημερινά προβλήματα, άτομα και πόλεις κατέφευγαν στους Δ. για βοήθεια. Και όχι μονάχα οι Έλληνες: ξένοι μονάρχες από μακρινά μέρη ζητούσαν τον χρησμό του Απόλλωνα και προσέφεραν πολύτιμα αναθήματα ως αμοιβή.
Τοπογραφία. Ο σχεδόν ορθογώνιος χώρος του ιερού του Απόλλωνα, που εκτείνεται στις ανηφορικές πλαγιές του βράχου, κλιμακώνεται σε τρία άνδηρα, τα οποία ορίζονται από αναλημματικούς τοίχους. Στο χαμηλότερο από αυτά βρίσκονται σε πυκνή διάταξη, δίπλα στην ιερά οδό και στις παρόδους της, τα αναρίθμητα αναθήματα και οι θησαυροί, που είναι προσανατολισμένοι είτε προς την οδό είτε ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Στο μεσαίο επίπεδο, που ορίζεται από έναν μεγάλο πολυγωνικό τοίχο στη νότια παρυφή του, κυριαρχεί ο ναός του Απόλλωνα και ο βωμός· σε αυτούς κατέληγε η ιερά οδός. Τα βόρεια όρια αυτού του επιπέδου ορίζει το λεγόμενο ισχέγαον, ένας δυνατός, αναλημματικός τοίχος, που συγκρατεί το ψηλότερο επίπεδο του ιερού. Στη δυτική άκρη του επιπέδου βρίσκεται το θέατρο (2ος αι. π.Χ.), στο οποίο οδηγεί μία μνημειακή κλίμακα από τα Δ του ναού. Ανατολικά του θεάτρου υπάρχουν θησαυροί, τέμενος του Διονύσου, του Ποσειδώνα, του Νεοπτόλεμου και στο βόρειο άκρο του ιερού η περίφημη Λέσχη των Κνιδίων (περ. 470 π.Χ.), όπου υπήρχαν οι περίφημες ζωγραφικές συνθέσεις του Πολύγνωτου. Ψηλότερα από το τέμενος του Απόλλωνα και λίγο πιο Δ βρίσκεται το στάδιο, όπου τελούνταν οι Πυθικοί αγώνες. Γύρω από το τέμενος υπήρχε λίθινος περίβολος (130 χ 180 μ.) που, εκτός από την κυρία είσοδο της ιεράς οδού (χωρίς πρόπυλο), είχε και πολλές άλλες διόδους για να εισέρχονται και να εξέρχονται οι προσκυνητές. Ο περίβολος αυτός είναι των μέσων του 6ου αι. π.Χ., αλλά σώζονται λείψανα και ενός άλλου μικρότερου και παλαιότερου περίβολου.
Ο ναός του Απόλλωνα, όπως σώζεται σήμερα μετά τις καταστροφές που υπέστη από σεισμούς και τις επεμβάσεις χριστιανών, κατασκευάστηκε μετά το 373 π.Χ., όταν ο αρχαϊκός ναός καταστράφηκε από σεισμό των τελευταίων χρόνων του 6ου αι. π.Χ. (514-505 π.Χ.). Ωστόσο, και αυτός δεν ήταν ο πρώτος, αλλά διαδέχτηκε έναν παλαιότερο του 7ου αι. π.Χ., που κάηκε το 548. Ίσως, μάλιστα, ούτε αυτός να ήταν ο πρώτος. Μπροστά από τον ναό βρίσκεται ο μνημειακός βωμός, αφιέρωμα των Χίων (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Απέναντι από αυτόν ήταν στημένος ο χρυσός τρίποδας που οι Έλληνες αφιέρωσαν στον θεό ύστερα από τη νίκη των Πλαταιών. Πάνω στη βάση του τρίποδα είναι καταγεγραμμένα τα ονόματα όλων των πόλεων που πολέμησαν στις μάχες των Μηδικών πολέμων. Πλήθος άλλων πολύτιμων αναθημάτων διακοσμούσαν τον χώρο, μεταξύ αυτών και εκείνα των τυράννων των Συρακουσών.
Χαρακτηριστικοί για το ιερό είναι οι θησαυροί, μικρά ναόσχημα κτίσματα, αναθήματα στον θεό, που συγχρόνως χρησίμευαν για τη φύλαξη άλλων πολύτιμων αναθημάτων. Οι σπουδαιότεροι από αυτούς είναι: των Κορινθίων (ο παλαιότερος, αμέσως μετά το 650 π.Χ.), των Σικυωνίων, των Θηβαίων, των Σιφνίων (με πλουσιότατη και σπουδαία πλαστική διακόσμηση), των Αθηναίων, των Κνιδίων, των Κυρηναίων κ.ά.
Πολυάριθμα ήταν τα αναθήματα ιδιωτών και κρατών, αναμνηστικά σπουδαίων ιστορικών γεγονότων, τα οποία έχουν σχεδόν στο σύνολό τους χαθεί. Από αυτά μπορούν να μνημονευθούν: η σφίγγα των Ναξίων, το μνημείο του Λυσάνδρου, το μνημείο του Κίμωνα για τη μάχη του Μαραθώνα, τα μνημεία του Άργους, οι τρίποδες των Δεινομενιδών των Συρακουσών, ο Απόλλων Σιτάλκας των Φωκαέων, ο επίχρυσος χάλκινος φοίνικας των Αθηναίων, τα μνημεία του Προυσία, του Περσέα και του Αιμιλίου Παύλου, το μνημείο του Δαόχου και, τέλος, το μνημείο Πολυζάλου, από το οποίο σώθηκε ο περίφημος Ηνίοχος.
Από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά σημεία και έργα του ιερού πρέπει να αναφερθούν: η Άλως (αλώνι), μικρή πολιτεία κατάλληλη για θρησκευτικές και εορταστικές εκδηλώσεις, το ιερό της Γης, των Μουσών, οι βράχοι της Σίβυλλας και η στοά των Αθηναίων. Τέλος, χαρακτηριστικό του ιερού των Δ. είναι οι πολυάριθμες επιγραφές απελευθερωτικών πράξεων δούλων, που πραγματοποιούνταν «διά του θεού».
Σε μικρή απόσταση Α του τεμένους, στο άνοιγμα των Φαιδριάδων, βρίσκεται η ιερή κρήνη της Κασταλίας. Η παλαιότερη κρήνη (των κλασικών χρόνων) εντοπίστηκε κατά τη διάνοιξη του νέου δρόμου των Δελφών. Ακόμα πιο ΝΑ βρίσκεται το Γυμνάσιο, όπου υπάρχει και το κτίριο της Παλαίστρας.
Τέλος, σε μικρή απόσταση Α του Γυμνασίου βρίσκεται το δεύτερο ιερό των Δ., το ιερό της Προναίας Αθηνάς, όπου εντοπίστηκαν αρχαιότατα λείψανα λατρείας. Σε αυτό υπάρχουν δύο ναοί της Αθηνάς, ο μεγάλος (6ος αι. π.Χ. που καταστράφηκε από σεισμό τον 4o αι. π.Χ.) και ο μικρός, που χτίστηκε ύστερα από την καταστροφή του πρώτου. Εκεί βρίσκονται, επίσης, η λαμπρή θόλος, κυκλικό κτίσμα των αρχών του 4ου αι. π.Χ. και δύο μικροί θησαυροί.
Χριστιανικοί Δ. Από τη χριστιανική εποχή των Δ. έχουν διασωθεί ή αποκαλυφθεί αξιόλογα μνημεία που μαρτυρούν όχι μόνο τη συνέχεια της ζωής, αλλά και κάποια ακμή στην παλαιοχριστιανική εποχή. Όπως και σε άλλες πόλεις (Αθήνα κ.α.), αρχαία ιερά μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς. Από αυτά θα πρέπει να προέρχονται ένα πλήθος, μεγάλων σχετικά διαστάσεων, γλυπτών μελών: θεοδοσιανά κιονόκρανα, θωράκια, άμβωνες κλπ. Καινούργια χριστιανικά χτίσματα μάλλον δεν χτίστηκαν πολλά. Μέσα στον περίβολο του αρχαίου ιερού, στη θέση του νεότερου παρεκκλησίου του Αγίου Γεώργιου, ανακαλύφθηκαν τα υπολείμματα ενός ψηφιδωτού δαπέδου, μονόκλιτου μικρού ναού. Σημαντικότερη ήταν η αποκάλυψη μίας βασιλικής (1959), τρίκλιτης με νάρθηκα, στην περιοχή έξω από τον αρχαίο περίβολο, στον νέο οικισμό. Έχει μήκος περίπου 33 μ., ενώ οι τοίχοι που διασώθηκαν στο δυτικό τμήμα έχουν ύψος 1,80 μ. Ο άμβωνας είναι χτιστός, το γλυπτό υλικό είναι φτωχό και για την κατασκευή του είχαν χρησιμοποιηθεί αρχαία μέλη, κιονόκρανα, κιονίσκοι κ.ά. Το δάπεδο του ιερού ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες, αλλά τα πλάγια κλίτη είχαν πήλινες πλάκες και μόνο το κεντρικό κλίτος και ο νάρθηκας είχαν δάπεδο από ψηφιδωτό που διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, αλλά μόνο το βόρειο τμήμα του. Επειδή τα ερείπια της βασιλικής είχαν ανασκαφεί κάτω από κεντρικό δρόμο, καλύφθηκαν ξανά, αφού μεταφέρθηκε το δάπεδο και στρώθηκε στο προαύλιο του μουσείου των Δ. Στον νάρθηκα –σώζεται μόνο το βόρειο τμήμα– εικονίζονται πουλιά μέσα σε πλέγμα ρόμβων, ενώ στο κέντρο μέσα σε στεφάνι δάφνης εικονιζόταν μορφή που κρατούσε όρθια υδρία ξεχειλισμένη (σώζεται μόνο το χέρι). Η διακόσμηση του κλίτους χωρίζεται σε δύο τμήματα: στο δυτικό σχηματίζεται μεγάλη σύνθεση που περιλαμβάνει τις τέσσερις εποχές (σώζονται οι δύο), ολόσωμες νεανικές μορφές με καρπούς, τέσσερις αετούς και τέσσερα παγόνια (σώζονται τα δύο) που περιβάλλουν κυκλικό έμβλημα: «Πάνθηρας σπαράζει ελάφι».Το ανατολικό τμήμα εικονίζει πλέγμα οκταγώνων με άγρια και ήμερα ζώα και ψάρια. Από άποψη θέματος –ο κόσμος της γης και της θάλασσας και ο καιρός– το ψηφιδωτό αυτό είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στην Ελλάδα, ενώ από καλλιτεχνική άποψη μπορεί να παραβληθεί με τα γνωστά ψηφιδωτά της Νικόπολης. Το σχέδιο είναι συνοπτικό, αλλά ζωντανό, με ακρίβεια στο περίγραμμα και αρμονία στα λιγοστά χρώματα. Χρονολογείται πιθανώς στον 6o αι.
δελφικές γιορτές. Γιορτές που οργάνωσαν το 1927 και το 1930 ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός και η πρώτη του γυναίκα Εύα Πάλμερ, με σκοπό την αναβίωση της δελφικής ιδέας και τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα προωθούσαν τη δυνατότητα μιας παγκόσμιας πνευματικής άμιλλας και ενότητας.
Πυρήνας της προσπάθειας αυτής στάθηκε η φιλόδοξη και για πολλούς ουτοπική ιδέα του ζεύγους Σικελιανού να καταστήσει και πάλι τους Δ. πνευματικό κέντρο, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και όλου του πολιτισμένου κόσμου. Παράλληλα, στόχος τους ήταν να αναδείξουν με τον πιο έμπρακτο τρόπο τη σπουδαιότητα του αρχαιοελληνικού ιδεώδους για την ηθική και πνευματική εξύψωση του ανθρώπου, που ήταν βαθιά απογοητευμένος από τη συντριβή των ανθρωπιστικών αξιών που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Πρώτο βήμα για την υλοποίηση του μεγαλόπνοου αυτού οράματος ήταν η συγκέντρωση μιας ομάδας διακεκριμένων πνευματικών ανθρώπων στους Δ. το 1924, στους οποίους γνωστοποιήθηκε το δελφικό σχέδιο. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε η οργάνωση σειράς διαλέξεων από τον Σικελιανό. Με τις διαλέξεις αυτές ο Σικελιανός υπερασπιζόταν την ανάγκη της συγκρότησης Διεθνούς Δελφικού Κέντρου και το ιδανικό της αυθεντικής αναβίωσης του αρχαίου ελληνικού δράματος. Οι πρώτες δελφικές γιορτές διοργανώθηκαν από τις 9 έως τις 11 Μαΐου του 1927 και είχαν ως άξονα αναφοράς την παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη,που ανέβηκε σε μετάφραση Γιάννη Γρυπάρη, σκηνοθεσία, χορογραφία και κοστούμια Εύας Πάλμερ Σικελιανού και μουσική Κωνσταντίνου Ψάχου. Τόσο ο χορός όσο και ο θίασος απαρτίζονταν κυρίως από ερασιτέχνες ηθοποιούς, και αυτό γιατί ο Σικελιανός «δεν ήθελε να προσθέσει την προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη σε ρόλους φύσει δυνατούς, που ήθελε να παραμείνουν απρόσωποι». Πριν από την τέλεση της παράστασης, την οποία παρακολούθησαν κυρίως Έλληνες και ξένοι διανοούμενοι, ακούστηκαν σαλπίσματα μέσα από τις Φαιδριάδες, που καλούσαν τους θεατές να συγκεντρωθούν στον χώρο του θεάτρου και έγινε ανάκρουση του ύμνου του Απόλλωνα σε βυζαντινή μελωδία από τη χορωδία του Ωδείου του Πειραιά και την ορχήστρα που διήυθυνε ο Ορφέας Οικονομίδης. Στο πλαίσιο των δελφικών γιορτών πραγματοποιήθηκε επίσκεψη στη Βιοτεχνική Έκθεση, όπου η Εύα Σικελιανού μίλησε για τη σημασία της και για την τέχνη του αργαλειού και ο Γερμανός αρχαιολόγος Ντέρπφελδ για το αρχαίο θέατρο. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν αθλητικοί αγώνες στο αρχαίο Δελφικό Στάδιο, στο πλαίσιο των οποίων παρουσιάστηκε ο αρχαίος πυρρίχιος και ανακηρύχτηκαν πυθιονίκες ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού. Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με τη χορευτική αναπαράσταση της πάλης του Απόλλωνα με τον Πύθωνα, που εκτελέστηκε με εντυπωσιακό τρόπο από τον περίφημο χορευτή Βάσο Κανέλλο και τη γυναίκα του Τανάγρα.
Οι δεύτερες και τελευταίες δελφικές γιορτές πραγματοποιήθηκαν το 1930 και υπήρξαν σαφώς πιο επιτυχημένες από τις πρώτες. Τελέστηκαν σε τρεις κύκλους, ώστε να υπάρχει δυνατότητα να τις παρακολουθήσει περισσότερος κόσμος και διήρκεσαν από τις 3 έως τις 15 Μαΐου. Το πρόγραμμα περιλάμβανε την επανάληψη της παράστασης του Προμηθέα Δεσμώτη και των λαογραφικών εκδηλώσεων των πρώτων δελφικών γιορτών, την παράσταση των Ικέτιδων και τη διεξαγωγή πυθικών αγώνων που, αυτή τη φορά, ήταν αφιερωμένοι στους ήρωες του 1821. Οι δεύτερες δελφικές γιορτές, παρά τη μεγάλη απήχηση που είχαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό και παρά τον αρχικό ενθουσιασμό που προκάλεσαν σε πλήθος πνευματικών ανθρώπων, ήταν οι τελευταίες, μολονότι ο Σικελιανός επεδίωξε με διάφορους τρόπους να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους στα επόμενα χρόνια. Γενικά, η προσπάθεια αυτή του Σικελιανού έπεσε στο κενό και δεν βρήκε συνεχιστές επειδή στην ουσία επέβαλε μια μνημειακή προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και είχε ως αφετηρία ένα μεγαλόσχημο όραμα, που δεν συμβιβαζόταν με τους συγκεκριμένους περιορισμούς που έθετε η ιστορική πραγματικότητα της εποχής.
Στα νεότερα χρόνια ιδρύθηκε Διεθνές Κέντρο στους Δ., που φιλοδοξεί να δημιουργήσει διεθνή πυρήνα προώθησης των δελφικών ιδεωδών. Στο κέντρο αυτό μετέχουν εκπρόσωποι από πολλά ευρωπαϊκά κράτη και διεθνείς οργανισμούς.
Παράσταση από το ψηφιδωτό δάπεδο της βασιλικής των Δελφών, στην οποία το παγόνι, σύμβολο αθανασίας, διατηρεί τη χαρακτηριστική του ευγένεια.
Η εφηβική μορφή με την ορμητική κίνηση προσφοράς καρπών συμβολίζει το καλοκαίρι, σε τμήμα παράστασης από το ψηφιδωτό δάπεδο της βασιλικής των Δελφών.
Σκηνή από τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, όπως είχαν διδαχθεί στις δελφικές γιορτές του 1930.
Στιγμιότυπο από τις πρώτες δελφικές γιορτές του 1927, που οργάνωσαν ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός και η πρώτη του γυναίκα Εύα Πάλμερ (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Η σφίγγα των Ναξίων, αφιέρωμα των Ναξίων στο ιερό του Απόλλωνα. Πιθανότατα κατασκευάστηκε γύρω στο 570 π.Χ.
Το ανατολικό αέτωμα του Θησαυρού των Σιφνίων εικονίζει τον αγώνα μεταξύ του Απόλλωνα (αριστερά) και του Ηρακλή (δεξιά) για τον δελφικό τρίποδα. Στη μέση στέκεται η Αθηνά.
Η κολόνα των γυναικών που χορεύουν, ένα από τα περιφημότερα αναθήματα των Δελφών, έργο εξαιρετικής τέχνης των αρχών του 4ου αι. π.Χ. Η κολόνα μιμείται στέλεχος φυτού.
Τμήμα από την ανάγλυφη παράσταση που κοσμούσε τη δυτική ζωφόρο του Θησαυρού των Σιφνίων, η οποία απεικονίζει τη Γιγαντομαχία. Στη μέση της παράστασης βρίσκεται η Ήρα.
Η κεφαλή του περίφημου Ηνίοχου στους Δελφούς.
Ο Θησαυρός των Αθηναίων, οικοδόμημα του 6ου αι. π.Χ. από μάρμαρο της Πάρου.
Ο περίφημος Ηνίοχος, πρωτότυπο χάλκινο έργο των αρχών του 5ου αι. π.Χ.
Άποψη του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών.
Άποψη του ιερού του Απόλλωνα. Πάνω από τον ναό φαίνεται το θέατρο και ψηλότερα το στάδιο. Χαμηλά, κοντά στον σημερινό δρόμο, βρίσκεται το μουσείο.
Άποψη του ιερού του Απόλλωνα. Πάνω από τον ναό φαίνεται το θέατρο και ψηλότερα το στάδιο. Χαμηλά, κοντά στον σημερινό δρόμο, βρίσκεται το μουσείο.
Σε μικρή απόσταση από το ιερό τον Απόλλωνα στους Δελφούς υπάρχει το ιερό της Προναίας Αθηνάς, στο οποίο βρίσκεται η Θόλος, κυκλικός ναός χθόνιας θεάς.
To θέατρο των Δελφών και ο ναός του Απόλλωνα. Στο βάθος διακρίνεται τμήμα από τις Φαιδριάδες και δεξιά ο θησαυρός των Αθηναίων.
* * *βλ. λ. δελφός.
Dictionary of Greek. 2013.